ηχολόγημα

ηχολόγημα
το
παραγωγή ήχων, αντήχηση, αντίλαλος, αχολόγημα, ηχολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηχολόγημα — το, ατος η παραγωγή ήχων, αντίλαλος, αχολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηχολόι — και αχολόι, το 1. ηχολόγημα 2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχός (ή αχός*) + λόι (< λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο λόι, αρχοντο λόι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”